* Μνεία, δηλαδή μνήμη, αναφορά… Αγαπημένη λέξη. Η ανάγκη του ανθρώπου να θυμάται, να καταγράφει, να μην ξεχνά. Αγαπημένοι που έφυγαν, ημερομηνίες που μας σημάδεψαν, γεγονότα που καθόρισαν την πορεία μας. Η μνήμη είναι φως. Το φως είναι ζωή. Εδώ θα κρατάμε ζωντανή τη μνήμη. Θα θυμόμαστε, θα αναπολούμε, θα υπενθυμίζουμε. Ξορκίζουμε κάπως έτσι τη λήθη, το σκοτάδι του μυαλού. Ελάτε λοιπόν να θυμηθούμε. Να γίνει μνεία στα περασμένα, που μας άγγιξαν. Πολλή μνεία…
Πολύμνια Ρέγκου
Συγγραφέας
*το ποίημα διακρίθηκε στο διαγωνισμό του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου «των Θαλασσών τα λόγια», Αποτελέσματα 14ου Διαγωνισμού Ποίησης “των Θαλασσών τα Λόγια” – Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου | ΣΠΕΚ2025 και μπήκε στην ομώνυμη ανθολογία.
Ο Λιμενεργάτης*
Πολύμνια Ρέγκου
Λιμενεργάτης ήτανε δεμένος στην προβλήτα,
ο ήλιος τον σιγόκαιγε, τον έδερνε το αγέρι,
μα κείνος δε χαμπάριαζε, του γίνηκε συνήθεια,
ακούραστα να προσπαθεί βράδυ και μεσημέρι.
Ερχόντουσαν οι ναυτικοί, με γέλια και παράδες,
μιλούσαν για τις θάλασσες, για μακρινά ταξίδια,
για χώρες που’ναι αλλιώτικες, για εξωτικές κυράδες,
κι εκείνος λίγο ζήλευε που δεν είχε τα ίδια.
Στη φύση του δεν ήτανε να μένει ποτέ πίσω,
μα χρόνια τώρα δούλευε σε ακίνητα βαπόρια,
«Θεέ μου ας γινότανε το χρόνο να γυρίσω,
άλλη δουλειά να έκανα, να φύγει η στενοχώρια».
Δεν τον φοβόταν τον Γαρμπή ούτε την Τραμουντάνα,
τα κύματα δε λόγιαζε, μήτε το ανεμοκαίρι,
μα κόλλησε στην ξανεμιά, δεμένος σε δαγκάνα,
τα ξένα πλοία να μετρά, χειμώνα καλοκαίρι.
Μα σαν η βάρδια τέλειωνε, γυρνούσε στα παιδιά του, κοιμόταν στο κρεβάτι του και όχι σε θαλάμι, γευόταν σπιτικό φαΐ, που’ φτιαχνε η κυρά του,
και κάθε μέρα επέστρεφε, γελώντας στο λιμάνι.
Για να μπορεί ο άνθρωπος, ελεύθερος και αλληλέγγυος, να συνυπάρχει για να αγαπά και να φροντίζει την πλάση, η οποία ακόμα και στον πόλεμο, στωικά και χωρίς οργή, συγχώρεσε τα πιο σκοτεινά κομμάτια του.