Ποίηση
Ο τόπος που γεννήθηκα, ο τόπος ο δικός μας
δεν έχει θρύλους μαγικούς, μήτε ένδοξη ιστορία.
Μα εκεί που είναι το σπίτι μας, εκεί που είναι το βιός μας,
είναι ο κόσμος πρόσχαρος και ζει με αρμονία.
Οι ανθρώποι είναι γνήσιοι, και σε κοιτούν στα μάτια,
έχουν ακόμη στις αυλές γεράνια και πανσέδες,
καμμιά φορά τσακώνονται οι γείτονες για πλάκα,
μα πάλι αντάμα βρίσκονται όλοι στους καφενέδες.
Για Πολιούχο Άγιο, φτιάξαν λαμπρή εκκλησία.
Απέξω παίζουν τα παιδιά, πετούν τα περιστέρια,
η λεωφόρος που περνά φτάνει στην παραλία,
κι ανηφορίζει βόρεια, στου Υμηττού τη μέρια.
Έχει σχολείο Στρογγυλό, του Ζενέτου το καμάρι,
με κύκλους, ημικύκλια, περσίδες, σκαλοπάτια.
Το’ φτιαξε ο μηχανικός χωρίς διόλου παζάρι,
να το θυμούνται οι μαθητές, όσα κι αν δουν τα μάτια.
Χωριό κάποτε ήτανε το μέρος που αγαπάω,
Τρακάδας και Καράμπαμπας, οι πρώτοι κατοικοί του.
Εδώ πάντοτε θα γυρνώ, όσο μακριά κι αν πάω,
να ζήσω ακόμη μια φορά την αύρα τη δική του.
Κι αν πλήθυναν τα μαγαζιά, τα αμάξια, η φασαρία,
και αν τα χρόνια πέρασαν, η ζωή δεν πάει χαράμι,
για μένα ο τόπος μου αυτός, θα’ χει πάντα μαγεία,
Άγιο Δημήτρη αν τον λεν, ή πιο λαϊκά, Μπραχάμι.
Μυρσίνη μου, κορίτσι μου, αγάπη της ζωής μου,
Εσύ μάνα με έκανες μια μέρα μεσ’ τον Μάρτη,
Και άλλαξε το νόημα όλης της ύπαρξής μου,
Όταν πρωτοαντίκρισα το καστανό σου μάτι.
Στην αγκαλιά σε κράταγα, σε κοίμιζα με ύμνους
Κι ευτυχισμένη ένιωθα παρόλα τα ξενύχτια,
Στόλιζα τα δωμάτια με τους λευκούς τους κρίνους,
Κι η μυρωδιά που ανέδυες μου γίνηκε συνήθεια.
Παιδούλα ύστερα έγινες, μακρύναν τα μαλλιά σου,
Εψήλωσες, μεγάλωσες, κι όλο μ’ ακολουθούσες,
Κι εγώ πάντα καμάρωνα βλέποντας τη θωριά σου,
Και πίστευα παντοτινά πως θα με αναζητούσες.
Πέρασαν χρόνια δώδεκα, γίνηκες δεσποινίδα,
Γυναίκα τώρα θύμιζες και όχι πια παιδάκι,
Πίσω σου ακολούθαγα εγώ, με την ελπίδα,
Μία δύο λέξεις να μου πεις, για να σε δω λιγάκι.
Το γνώριζα οι έφηβοι, τη μάνα δε ζητάνε,
Μονάχοι μόνο κάθονται, χαμένοι μεσ’ τις σκέψεις,
Με φίλους στο τηλέφωνο θέλουνε να μιλάνε,
Μα να’ ξερες αγάπη μου πώς λαχταρώ δυο λέξεις.
Μη μου θυμώνεις που ζητώ λιγάκι να τα πούμε,
Μου λες πως είσαι ώριμη, πως έχουμε καιρό
Μα όσο και να προσπαθώ, όσο και να κρατούμαι,
Για μένα θα’ σαι πάντοτε ένα μικρό μωρό.